τριάχτυλα

τριάχτυλα
η, Ν
(στο παρελθόν) αγροτικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούσαν για χτύπημα τών αλωνιζόμενων σταχιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”